εγγύηση
[eŋˈgjiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Garantieθηλυκό | Femininum, weiblich fεγγύησηεγγύηση
- Gewährθηλυκό | Femininum, weiblich fεγγύησηεγγύηση
- Bürgschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fεγγύηση νομικός όρος | Rechtswesenνομεγγύηση νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Kautionθηλυκό | Femininum, weiblich fεγγύηση χρηματικό ποσόεγγύηση χρηματικό ποσό
exemples
- εγγύηση ασφαλείαςSicherheitsgarantieθηλυκό | Femininum, weiblich f