„δόγμα“: ουδέτερο δόγμα [ˈðoɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Lehre, Grundsatz, Dogma Lehreθηλυκό | Femininum, weiblich f δόγμα σύνολο των διδαγμάτων δόγμα σύνολο των διδαγμάτων Grundsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m δόγμα αρχή δόγμα αρχή Dogmaουδέτερο | Neutrum, sächlich n δόγμα θρησκεία | Religionθρησκ δόγμα θρησκεία | Religionθρησκ