„δυσεκπλήρωτος“ δυσεκπλήρωτος [ðisekˈplirotos], δυσεκπλήρωτη, δυσεκπλήρωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schwer erfüllbar schwer erfüllbar δυσεκπλήρωτος δυσεκπλήρωτος