δυσανάλογος
[ðisaˈnaloɣos], δυσανάλογη, δυσανάλογοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unproportioniertδυσανάλογοςδυσανάλογος
exemples
- δυσανάλογος προςim Missverhältnis zu