δουλοπρέπεια
[ðuloˈprepia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Unterwürfigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδουλοπρέπειαHörigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fδουλοπρέπειαδουλοπρέπεια