„δοκιμασμένος“ δοκιμασμένος [ðokjimazˈmenos], δοκιμασμένη, δοκιμασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) erprobt, bewährt erprobt, bewährt δοκιμασμένος δοκιμασμένος