διόδια
[ðiˈoðia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Autobahngebührθηλυκό | Femininum, weiblich fδιόδιαMautgebührθηλυκό | Femininum, weiblich fδιόδιαδιόδια
exemples
- διόδια φορτηγώνLKW-Mautθηλυκό | Femininum, weiblich f