„διοχετεύω“: μεταβατικό ρήμα διοχετεύω [ðioçeˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) besorgen, einleiten besorgen διοχετεύω διοχετεύω einleiten διοχετεύω υγρό διοχετεύω υγρό