δικτύωση
[ðikˈtiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vernetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fδικτύωση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υδικτύωση ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ