δικολάβος
[ðikoˈlavos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Winkeladvokatαρσενικό | Maskulinum, männlich mδικολάβοςδικολάβος