διεθνής
[ðieˈθnis], διεθνής, διεθνέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- international, weltweitδιεθνήςδιεθνής
exemples
- Διεθνές Νομισματικό Ταμείοουδέτερο | Neutrum, sächlich ninternationaler Währungsfondsαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διεθνής αγώναςαρσενικό | Maskulinum, männlich mLänderspielουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- διεθνής γλώσσαθηλυκό | Femininum, weiblich fWeltspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples