Διαφωτισμός
[ðiafotizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Aufklärungθηλυκό | Femininum, weiblich fΔιαφωτισμός ιστορία | GeschichteιστΔιαφωτισμός ιστορία | Geschichteιστ