„διαρροή“: θηλυκό διαρροή [ðiaroˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ausströmen, Auslaufen, Durchsickern Ausströmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαρροή αερίου διαρροή αερίου Auslaufenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαρροή υγρού διαρροή υγρού Durchsickernουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαρροή πληροφοριών διαρροή πληροφοριών