„διαπράττω“: μεταβατικό ρήμα διαπράττω [ðiaˈprato]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) begehen, verüben begehen διαπράττω λάθος διαπράττω λάθος verüben διαπράττω έγκλημα, διάρρηξη διαπράττω έγκλημα, διάρρηξη exemples διαπράττω έγκλημα εναντίον κάποιου ein Verbrechen an jemandem begehen διαπράττω έγκλημα εναντίον κάποιου διαπράττω ολίσθημα patzen διαπράττω ολίσθημα