διαμαρτυρόμενος
[ðiamartiˈromenos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, διαμαρτυρόμενη, διαμαρτυρόμενοVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- διαμαρτυρόμενη ψηφοφόροςθηλυκό | Femininum, weiblich fProtestwählerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διαμαρτυρόμενος ψηφοφόροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mProtestwählerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
διαμαρτυρόμενος
[ðiamartiˈromenos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Protestantαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαμαρτυρόμενοςδιαμαρτυρόμενος