διαμαντένιος
[ðjamanˈdeɲos], διαμαντένια, διαμαντένιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- διαμαντένιο δαχτυλίδιουδέτερο | Neutrum, sächlich nDiamantringαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διαμαντένιο κόσμημαουδέτερο | Neutrum, sächlich nDiamantschmuckαρσενικό | Maskulinum, männlich m