διαμήκης
[ðiaˈmikjis], διαμήκης, διαμήκεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- διαμήκης κατεύθυνσηθηλυκό | Femininum, weiblich fLängsrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f