διαλύομαι
[ðiaˈliome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- auseinanderfallenδιαλύομαιδιαλύομαι
- zerfallenδιαλύομαι φθείρομαιδιαλύομαι φθείρομαι
- διαλύομαι λειώνω
- sich auflösenδιαλύομαι ματαιώνομαιδιαλύομαι ματαιώνομαι
- scheitern, zerbrechenδιαλύομαι αποτυγχάνωδιαλύομαι αποτυγχάνω
- in die Brüche gehenδιαλύομαι σχέσηδιαλύομαι σχέση
- sich verziehenδιαλύομαι σύννεφαδιαλύομαι σύννεφα