διακύμανση
[ðiaˈkjimansi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schwankungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιακύμανσηδιακύμανση
exemples
- διακύμανση θερμοκρασίαςTemperaturschwankungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διακύμανση τιμώνPreisschwankungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διακύμανση τιμών μετοχώνKursschwankungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples