„διαγώνιος“: επίθετο, ως επίθετο διαγώνιος [ðiaˈɣonios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, διαγώνια, διαγώνιο Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) diagonal diagonal διαγώνιος διαγώνιος „διαγώνιος“: θηλυκό διαγώνιος [ðiaˈɣonios]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Diagonale Diagonaleθηλυκό | Femininum, weiblich f διαγώνιος διαγώνιος