„διαγωγή“: θηλυκό διαγωγή [ðiaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Betragen, Führung Betragenουδέτερο | Neutrum, sächlich n διαγωγή Führungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαγωγή διαγωγή