διαβολιά
[ðjavoˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Listθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβολιά πονηριάδιαβολιά πονηριά
- Gerissenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβολιά εξυπνάδαδιαβολιά εξυπνάδα
- (Kinder-)Streichαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιαβολιά αταξίαδιαβολιά αταξία