διαβεβαίωση
[ðiaveˈveosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Versicherungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβεβαίωση κατηγορηματική υπόσχεσηZusicherungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβεβαίωση κατηγορηματική υπόσχεσηδιαβεβαίωση κατηγορηματική υπόσχεση
- Bestätigungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβεβαίωση επιβεβαίωσηδιαβεβαίωση επιβεβαίωση
- Beteuerungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβεβαίωση αγάπης, αθωότηταςδιαβεβαίωση αγάπης, αθωότητας