διαβάθμιση
[ðiaˈvaθmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Abstufungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβάθμισηEinstufungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιαβάθμισηδιαβάθμιση
exemples
- διαβάθμιση του γκρι ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υGraustufenπληθυντικός | Plural pl