διάσωση
[ðiˈasosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Rettenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάσωση σωτηρίαRettungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσωση σωτηρίαBergungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσωση σωτηρίαδιάσωση σωτηρία
- Bewahrungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσωση αξιών, παραδόσεωνErhaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάσωση αξιών, παραδόσεωνδιάσωση αξιών, παραδόσεων