δεμένος
[ðeˈmenos], δεμένη, δεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- angebunden, festgebundenδεμένοςδεμένος
- gebunden (με an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)δεμένος με υποχρεώσειςδεμένος με υποχρεώσεις
- (an)gekettet (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk+δοτική | +Dativ +dat)δεμένος με αλυσίδαδεμένος με αλυσίδα
- eingebundenδεμένος βιβλίο, πληγήδεμένος βιβλίο, πληγή