„γρυλισμός“: αρσενικό γρυλισμός [ɣrilizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Grunzen Grunzenουδέτερο | Neutrum, sächlich n γρυλισμός γρυλισμός