γράφομαι
[ˈɣrafome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- geschrieben werdenγράφομαιγράφομαι
- sich einschreiben (σε an+δοτική | +Dativ +dat)γράφομαι εγγράφομαιγράφομαι εγγράφομαι
exemples
- γράφομαι άρρωστοςsich krankschreiben