γράσο
[ˈɣraso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Schmierfettουδέτερο | Neutrum, sächlich nγράσο τεχνική | TechnikτεχνSchmierölουδέτερο | Neutrum, sächlich nγράσο τεχνική | Technikτεχνγράσο τεχνική | Technikτεχν