„γονιμοποιώ“: μεταβατικό ρήμα γονιμοποιώ [ɣonimopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) befruchten befruchten γονιμοποιώ βιολογία | Biologieβιολ γονιμοποιώ βιολογία | Biologieβιολ exemples μη γονιμοποιημένος unbefruchtet μη γονιμοποιημένος