„γονατιστός“ γονατιστός [ɣonatisˈtos], γονατιστή, γονατιστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) auf Knien auf Knien γονατιστός γονατιστός