„γονίδιο“: ουδέτερο γονίδιο [ɣoˈniðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gen Genουδέτερο | Neutrum, sächlich n γονίδιο γονίδιο