γλυτώνω
[ɣliˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
γλυτώνω
[ɣliˈtono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich rettenγλυτώνω σώζομαιγλυτώνω σώζομαι
- entrinnen (αιτιατική | Akkusativakk /δοτική | Dativ dat)γλυτώνω από κίνδυνο, θάνατογλυτώνω από κίνδυνο, θάνατο
- (mit dem Leben) davonkommenγλυτώνω τη ζωή μουγλυτώνω τη ζωή μου
- entkommenγλυτώνω ξεφεύγωγλυτώνω ξεφεύγω
- loswerden (απόαιτιατική | Akkusativ akk)γλυτώνω ξεφορτώνομαιγλυτώνω ξεφορτώνομαι