„γεύομαι“: αποθετικό ρήμα γεύομαι [ˈjevome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-τηκα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) kosten, probieren, genießen, auskosten kosten, probieren γεύομαι φαγητό γεύομαι φαγητό genießen, auskosten γεύομαι απολαμβάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ γεύομαι απολαμβάνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ