„γεροδεμένος“ γεροδεμένος [jeroðeˈmenos], γεροδεμένη, γεροδεμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) stramm, gut gebaut stramm, gut gebaut γεροδεμένος άνθρωπος, σώμα γεροδεμένος άνθρωπος, σώμα