γείωση
[ˈjiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Nullleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich mγείωση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτργείωση ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ