„γαμέτης“: αρσενικό γαμέτης [ɣaˈmetis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Keimzelle Keimzelleθηλυκό | Femininum, weiblich f γαμέτης ζωολογία | Zoologieζωολ γαμέτης ζωολογία | Zoologieζωολ