γένος
[ˈjenos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Familien-)Geschlechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nγένοςγένος
- Abstammungθηλυκό | Femininum, weiblich fγένος καταγωγήγένος καταγωγή
- Nationθηλυκό | Femininum, weiblich fγένος έθνοςγένος έθνος
- Genusουδέτερο | Neutrum, sächlich nγένος γραμματική | Grammatikγραμμγένος γραμματική | Grammatikγραμμ