„βρικόλακας“: αρσενικό βρικόλακας [vriˈkolakas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Vampir Vampirαρσενικό | Maskulinum, männlich m βρικόλακας βρικόλακας