βραχυκύκλωμα
[vraçiˈkjikloma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kurzschlussαρσενικό | Maskulinum, männlich mβραχυκύκλωμα ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρβραχυκύκλωμα ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ