βουλιμία
[vuliˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Essgierθηλυκό | Femininum, weiblich fβουλιμία ιατρική | MedizinιατρBulimieθηλυκό | Femininum, weiblich fβουλιμία ιατρική | Medizinιατρβουλιμία ιατρική | Medizinιατρ