„Βιεννέζος“: αρσενικό Βιεννέζος [vieˈnezos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Wiener Wienerαρσενικό | Maskulinum, männlich m Βιεννέζος Βιεννέζος