βιβλιοθήκη
[vivlioˈθikji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bibliothekθηλυκό | Femininum, weiblich fβιβλιοθήκη ίδρυμαβιβλιοθήκη ίδρυμα
- Bücherregalουδέτερο | Neutrum, sächlich nβιβλιοθήκη ράφιBücherschrankαρσενικό | Maskulinum, männlich mβιβλιοθήκη ράφιβιβλιοθήκη ράφι
exemples
- δανειστική βιβλιοθήκηLeihbibliothekθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δημοτική βιβλιοθήκηStadtbüchereiθηλυκό | Femininum, weiblich f
- βιβλιοθήκη αναφοράςPräsenzbibliothekθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples