βιαιότητα
[vieˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gewalttätigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fβιαιότηταβιαιότητα
- Heftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fβιαιότητα καιρικών φαινομένωνβιαιότητα καιρικών φαινομένων