βενζινάδικο
[venziˈnaðiko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Tankstelleθηλυκό | Femininum, weiblich fβενζινάδικοβενζινάδικο
- Tankeθηλυκό | Femininum, weiblich fβενζινάδικο οικείο | umgangssprachlichοικβενζινάδικο οικείο | umgangssprachlichοικ