„βαθυσκάφος“: ουδέτερο βαθυσκάφος [vaθiˈskafos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Tauchboot Tauchbootουδέτερο | Neutrum, sächlich n βαθυσκάφος βαθυσκάφος