„βέλος“: ουδέτερο βέλος [ˈvelos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Pfeil, Dartpfeil Pfeilαρσενικό | Maskulinum, männlich m βέλος βέλος Dartpfeilαρσενικό | Maskulinum, männlich m βέλος βέλος