„αφύλακτος“ αφύλακτος [aˈfilaktos], αφύλακτη, αφύλακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) unbewacht unbewacht αφύλακτος αφύλακτος