αφομοίωση
[afoˈmiosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Assimilationθηλυκό | Femininum, weiblich fαφομοίωσηαφομοίωση
- Eingliederungθηλυκό | Femininum, weiblich fαφομοίωσηαφομοίωση
- Verarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fαφομοίωση πνευματικήαφομοίωση πνευματική