„αυτόγραφο“: ουδέτερο αυτόγραφο [afˈtoɣrafo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Autogramm Autogrammουδέτερο | Neutrum, sächlich n αυτόγραφο αυτόγραφο